- κακοπέφτω
- (Μ κακοπέφτω)κάνω κακό γάμο, κακοπαντρεύομαινεοελλ.1. πέφτω σε δυσάρεστη θέση, σε κακά χέρια2. πέφτω επικίνδυναμσν.1. πέφτω σε δυστυχία2. πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου, αποτυχαίνω3. έρχομαι σε αντίθεση, σε διένεξη με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.